Μελετώντας το βιβλίο του Σ. Λιάκου «Τα εκατόν δέκα ονόματα οικισμών Κουρεστίας – στενών Πισοδερίου», τα βιβλία της λαογράφου Αντιγόνης Τσάμη, πολλά άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες τοπικές αλλά και πολλές μαρτυρίες κατοίκων πιστοποιείται ότι η στενωπός του Πισοδερίου κατοικείται ή ποιο σωστά φρουρείται από αρχαιοτάτων χρόνων και πιο τεκμηριωμένα από τα ελληνιστικά ακόμη χρόνια. Το στενό πέρασμα που διέρχεται από το Πισοδέρι και εκτείνεται σε μήκος 70 χιλιομέτρων εν μέσω οροσειρών, καθιστούσε την περιοχή του Πισοδερίου στρατηγική θέση. Κατάλληλη για φυλάκιο (Βίγλα).
Το γεγονός ότι υπήρχαν πρωτο-Μακεδόνες πιστοποιείται από μαρτυρία του ιστορικού Μάλχου, όπως του Λίβιου του ιστορικού του Βυζαντίου, ο οποίος αναφέρει ότι κατά τη Ρωμαιοκρατία οι φύλακες ήταν ιθαγενείς, άρα Μακεδόνες. Άλλο αναμφισβήτητο τεκμήριο είναι η ονομασία του λεκανοπεδίου του Πισοδερίου Κορέστια, παλαιότερα Κούρεστος, ονομασία όμως που αυταπόδεικτα προκύπτει από μετάφραση του αρχαιομακεδονικού Ορέστια. Στην περιοχή αυτή λοιπόν επέζησαν απόγονοι Αρχαιμακεδόνων, οι οποίοι όμως είχαν εκλατινιστεί γλωσσικά με τους αιώνες και είχαν γίνει Αρμάνοι.
Από μαρτυρία του Αρριανού προκύπτει καθαρά ότι η κλεισουροδιάβαση Πισοδερίου μέσω της οποίας επικοινωνεί ο κάμπος της Φλώρινας με τις περιοχές Πρέσπας, Άνω λεκάνης και Καστοριάς, χρησιμοποιήθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο.
Αυτό συνέβη όταν το καλοκαίρι του 335 π.Χ. έσπευσε από την Θράκη να σώσει το μεθοριακό του φρούριο Πήλιο. Εκατόν είκοσι τρία χρόνια μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου χρησιμοποίησε την ίδια στενωπό αλλά για να κουρσεύει την Άνω Μακεδονία και ο Ρωμαίος ύπατος Σουλπίκιος Γάλβας, πορευόμενος την «Κατά ευπόρων και ραδίαν οδόν» (ως Πλουτάρχου – Φλαμηνίνος ΙV).
Ο Μάλχας, ιστορικός του Βυζαντίου, μας πληροφορεί ότι το 475 μ.Χ.. Γότθοι αφού έκαψαν την Ηράκλειοι (πόλη κοντά στο Μοναστήρι Σερβίας) έφυγαν για το Δυρράχιο. Όταν έφθασαν στη διάβαση (στη σημερινή Βίγλα Πισοδερίου) αιφνιδίασαν τους φύλακες και κατέλαβαν το φυλάκιο εξασφαλίζοντας τη διάβαση ολόκληρου του στρατού. Ο Κεδρηνός μας πληροφορεί ότι το Πισοδέρι υπήρχε πριν από την εποχή του Βουλγαροκτόνου. Στα 976 μ.Χ. «βλάχοι οδίται» σκότωσαν τον αδελφό του Σαμουήλ, τον Κομητόπουλο Δαυίδ, στη στενωπό του Πισοδερίου. Αυτό σημαίνει ότι και πριν το 976 μ.Χ. υπήρχαν στα στενά του Πισοδερίου βλάχοι οδοφύλακες, τους οποίους μόνο οι Πισοδερίτες μπορούν να διεκδικήσουν για προγόνους, αφού αυτοί είχαν στρατιωτικούς τιμαριούχους της Βυζαντινής εποχής (Χρυσόβουλον).
Στην Αγία τριάδα μέχρι το 1905 σώζονται κώδικες γραμμένοι σε περγαμηνές με άγνωστο περιεχόμενο. Επίσης αρχοντικές οικογένειες που δεν υπάρχουν πια είχαν δωρίσει επτά δίσκους ασημένιους και χάλκινους με έντυπες εικόνες, γράμματα και διακοσμήσεις. Ήταν δισκοειδείς εικόνες από εκείνες που κρεμούσαν οι αρχαίοι στους ναούς καθώς και στα μέγαρά τους. Από τους επτά τέσσερις χάθηκαν και σώζονται μέχρι σήμερα τρεις. Ο ένας ασημένιος υπάρχει στο Μουσείο Αθηνών και δύο άλλοι χάλκινοι στο Πισοδέρι. Ο ένας δίσκος έχει στο κέντρο την εικόνα του Κικέρωνα και ολόγυρα με γράμματα κλασσικής εποχής την επιγραφή «Marcuwtulliusciseroconsul». Ο άλλος δίσκος έχει εικόνα αμνού με λάβαρο και ολόγυρα επιγραφή με γράμματα γοτθικά βαυαρικής κατασκευής του 15ου αι. Αυτοί οι δύο δίσκοι με γοτθικά γράμματα είναι όμοια με τους δίσκους που υπάρχουν στο Μουσείο του Μονάχου και στη Βενετία και σαν συμπέρασμα προκύπτει ότι οι Πισοδερίτες έφεραν λάφυρα από τις εκστρατείες των Τούρκων εναντίον της Βουδαπέστης και της Βιέννης. Από αυτά συνάγεται ότι το Πισοδέρι ήταν καπετανάτο πριν από την εισβολή των Τούρκων στη Χερσόνησο.
Από τα ενθυμήματα του Κασομούλη τέλος μαθαίνουμε ότι ο Μεγδάνης (Μεϊντάνης) κατάγονταν από το Πισοδέρι. Εφόσον η οικογένεια Μεγδάνη κατάγονταν από το Πισοδέρι, Πισοδερίτες ήταν και οι ευγενείς Βυζαντινοί πρόγονοί του. Άρα το Πισοδέρι υπήρχε επί βυζαντινών χρόνων και είχε στρατιωτικές αριστοκρατικές οικογένειες καθώς και επαγγελματίες στρατιώτες, ότι ακριβώς ήταν οι αρματολοί. Οι Πισοδερίτες λοιπόν είναι Αρμάνοι-Κουτσόβλαχοι, γηγενείς, γνήσιοι Πρωτομακεδόνες με μακραίωνη ιστορία.
Πολλές εκδοχές υπάρχουν για την προέλευση των Κουτσοβλάχων που ήταν και οι Πισοδερίτες.
-
Ο Καθηγητής Σπύρος Παπαγεωργίου, σύγχρονος του Μιχαήλ Χρυσοχόου στο βιβλίο του «LesKoutsovalagues» αντικρούει την θεωρία της προέλευσης των Κουτσοβλάχων από τη Δακία και υποστηρίζει ότι είναι γνήσιοι γηγενείς Έλληνες. Θεωρεί ότι η γλώσσα τους είναι ένα κράμα Ελληνοιταλικό. Παραδέχεται δε ότι οι Κουτσόβλαχοι κατάγονται από τις φρουρές που εγκαταστούσαν οι Ρωμαίοι, δηλαδή από Ελληνικές χώρες. Όσον αφορά δε την ονομασία (Τσιντσάροι) τη θεωρεί παράγωγη από τη λατινική λέξη (τσίνκουε = 5), Κουτσοβλάχικα τσίντσι σημαίνει πέντε και την αποδίδει στους λεγεωνάριους της περίφημης πέμπτης λεγεώνας των Ρωμαίων. Άλλωστε (Quintani) λέγονταν οι λεγεωνάριοι της πέμπτης λεγεώνας.
-
Ο Νικολαϊδης συγγραφέας του ετυμολογικού λεξικού της Κουτσοβλαχικής παραδέχεται ότι οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ιλλυρία στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ.. Στη συνέχεια κατέκτησαν τις Ελληνικές χώρες το 146 π.Χ. και αργότερα κατέλαβαν τη Δακία. Τότε τη Βλάχικη γλώσσα μιλούσαν ήδη από την Αδρία μέχρι το Δούναβη. Η εκλατινισμένη δηλαδή γλώσσα από τις Ελληνικές χώρες, μεταφέρθηκε στη Μοϊσία και στη Δακία.
-
Ο Αντώνιος Κεραμόπουλος υποστηρίζει ότι γενέτειρα της βλάχικης γλώσσας είναι οι Ελληνικές χώρες Μακεδονία, Ήπειρος καθώς και η Ιλλυρία. Ο δε γενικότερος εκλατινισμός είναι έργο της Διοικητικής και στρατιωτικής οργανώσεως του Ρωμαϊκού Κράτους καις τη συνέχεια του Βυζαντινού. Την στρατολογία θεωρεί σαν το πιο ουσιώδη συντελεστή του εκλατινισμού των λαών.
Παραδέχεται ότι από του λεγεωνάριους του κατακτητή μεταφέρθηκε η γλώσσα και δημιουργήθηκε η βλάχικη που με την ευρύτερη της σημασία ονομάζεται Ρωμανική. Από το Romanus δε, προήλθε η λέξη (armani) με την προσθήκη του α και με εκτόπιση του άτονου φωνήεντος ο, έγινε από Romanus (Αρμάνους) και οι κάτοικοι Αρμάνιοι, δηλαδή Ρωμαίοι, όπως ακριβώς οι πιο καθαρόαιμοι Έλληνες Βυζαντινοί αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, πολίτες δηλαδή του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους και όπως παλιότερα αυτοαποκαλούνται όλοι οι Έλληνες «Ρωμαίοι» (και ο Ελληνισμός «ρωμιοσύνη»).
Η γλώσσα αυτή, έχει πολλές Ελληνικές λέξεις, δεν έχει δε καμιά σχέση και ομοιότητα με τη Δακορουμάνικη. Είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι η Δακία κατελήφθη ύστερα από 250 χρόνια, ότι η Ελληνική χερσόνησος είχε καταληφθεί πρώτα κι ότι μεταδόθηκε η γλώσσα διαφοροποιημένη, σχηματίστηκε δηλαδή η Δακορουμάνικη.