ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΠΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΠΙΣΟΔΕΡΙΟΥ

Το Πισοδέρι ήταν αρχοντοχώρι στα παλιά χρόνια. Γύρω στα 1830-1840 υπήρχαν 7 κουλέδες ή πυργόσπιτα σύμφωνα με παραδόσεις των γεροντότερων και πολλά αρχοντόσπιτα με τρεις και τέσσερις ορόφους. Πυργόσπιτα ή κουλέδες υπήρχαν σίγουρα γιατί σε ένα από αυτά του Σπέρκου Χρήστου Δερβεντζή, βρέθηκε μια λίθινη πλάκα του 1834 που ήταν ενσωματωμένη σ’ αυτό.

Ένας κουλές ήταν του Σπέρκου, ο άλλος προς την Τανασίτσα (τοποθεσία προς την είσοδο του χωριού που βλέπει προς τη Βίγλα κάτω από τον αμαξωτό δρόμο, του Μπόντζιε του Δερβεντζή, ο τρίτος στα πεύκα έξω απ’ το χωριό πηγαίνοντας στο Ανταρτικό όπου υπήρχε και το σπίτι του Τάση, πιθανόν ο τέταρτος ήταν ψηλά του Μάτσου δίπλα από το σπίτι της οικογένειας Χατζηχρίστου. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς τη θέση των άλλων.

Στη λίθινη πλάκα που σώζεται ως τις μέρες μας στο σπίτι του Β. Δάφα απογόνου του Χ. Σπέρκου απεικονίζεται με παραστάσεις το όνομα Χρίστος Σπέρκος (Δερβεντζής της εποχής) κάτω από μια τριώροφη κούλα με επικλινή στέγη, ένας σταυρός απόδειξη της μεγάλης πίστης των ιδιοκτητών, δεξιά παριστάνεται έφιππος άνδρας πάνω σε άλογο με παραδοσιακή στολή, φουστανέλα, τσαρούχια κ.α. Πρέπει να είναι ο Χρίστος Σπέρκος. Άνω δεξιά παριστάνεται ένας ήλιος και το κάτω μέρος της πλάκας χρονολογία 1834. Η παράσταση θυμίζει παραστάσεις παλιότερες κι απ’ τα Βυζαντινά χρόνια σε ότι αφορά την τεχνοτροπία.

Ο πύργος είχε τρεις ή τέσσερις ορόφους, στον επάνω υπήρχαν πολεμίστρες, ενώ στον κάτω τα τρόφιμα. Ο πύργος υπήρχε για προστατευτικούς λόγους.

Από τα αρχοντικά που σώζονται μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλές ομοιότητες μεταξύ τους, που αφορούν τη μορφολογία, την τυπολογία, τους τρόπους και τα υλικά δομής, την εσωτερική και εξωτερική λειτουργία.

Υπάρχουν καθώς φαίνεται, αλλά και όπως γίνεται κατανοητό από τις προφορικές μαρτυρίες δυο τύποι κατοικιών. Τους δυο αυτούς τύπους τους χωρίζουν λίγες δεκαετίες και δεν έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Ο ένας τύπος κτίζεται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, ενώ ο άλλος στις αρχές του 20ου αιώνα κατά κύριο λόγο.

Τα σωζόμενα αρχοντικά όπως γίνεται αντιληπτό έχουν τις ρίζες τους στην πλατυμέτωπη κατοικία μεταλλαγμένη όμως με κάποια αστικά πρότυπα. (λόγω της συχνής επαφής των κατοίκων με το εξωτερικό και τα αστικά κέντρα). Από την οργάνωση των κατοίκων απουσιάζουν παντελώς υπαίθριοι και ημιυπαίθριοι χώροι (εσωτερικές αυλές, χαγιάτια, εξώστες) για το λόγο ότι κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους επικρατεί ψύχος πολλές φορές δριμύ.

Σε ότι αφορά την τυπολογία λοιπόν πρόκειται για πλατυμέτωπα ορθογωνικά σπίτια στα οποία η είσοδος συναντάται πάντα στη μεγάλη πλευρά και πάντα στο κέντρο αυτής. Η οργάνωση των όψεων είναι στα περισσότερα παραδείγματα που συναντάμε και στους δυο τύπους συμμετοχή. Τα αρχοντικά είναι συνήθως διώροφα και σπανιότερα τριώροφα.(Λ. Τσάμη, Δάφα Κ., Τζώτζη Δ.). αποτελούν το Μακεδονικό τύπο κατοικίας.

Υπάρχουν αρχοντικά που ανήκουν σ’ έναν άλλο τύπο (όπως του Καραντζίδη, Χάσου Μ., του Κοϊδη κ.λ.π.). η πρόσοψη παρουσιάζει στοιχεία αρχαϊκά έχει ένα αέτωμα στη στέγη κι ένα πάνω στην κύρια είσοδο, η οποία φέρει δυο κολώνες σκαλιστές στο πάνω μέρος. Τα διαζώματα είναι ξύλινα, η κατασκευή τους από πέτρα και ξύλα. Η μορφή τους ανήκει στο νεοκλασικό τύπο. Ένας άλλος τύπος αναδεικνύει παραστάδες και πεσσούς στα παράθυρα και διαζώματα από τούβλα (η κατασκευή τους είναι από πέτρα ή τούβλα, π.χ. οικία Ιωαννίδη).

Οι ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ των κατοικιών σε ότι αφορά τα υλικά και τους τρόπους δομής μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υπήρχαν κοινά συνεργεία (σινάφια) μαστόρων ή αν όχι κοινά με την ίδια καταγωγή. Από μαρτυρίες των γηραιότερων προκύπτει ότι τα σινάφια των μαστόρων πρέπει να ήταν από τα γνωστά μαστοροχώρια του νομού Φλώρινας, Νεγόβανη (Φλάμπουρο) και Μπελκαμένη (Δροσοπηγή).

Το σύνολο των υλικών δομής το έπαιρναν από την περιοχή του Πισοδερίου. Γρανιτώδη πετρώματα υπήρχαν άφθονα στην περιοχή όπως επίσης και άφθονη ξυλεία λόγω του δάσους με τις οξιές. Από μαρτυρία επίσης αναφέρεται ότι οι πέτρες της δομής πρέπει να τις έφερναν από την Κορυτσά, μαρτυρία όμως που δεν πρέπει να ευσταθεί λόγω της μεγάλης απόστασης.

Οι κατοικίες ήταν λιθόκτιστες με αλάξευτες πέτρες ενώ λαξευμένες ήταν μονάχα οι ακρογωνιαίες, συνήθως ήταν ανεπίχριστες ενώ παρατηρείται ένα πρόχειρο επίχρισμα γύρω από τον αρμό, ο οποίος και βάφονταν ενίοτε λευκός αφήνοντας κεντρικά την καθαυτού πέτρα στο φυσικό χρώμα. Το συνδετικό κονίαμα αποτελείτε από άμμο και ασβέστη. Χαρακτηριστικό στοιχείο δομής της τοιχοποιίας είναι οι οριζόντιες ξυλοδεσίες, συναντώνται σε όλες τις σωζόμενες κατοικίες) τα «χατίλια» που έμπαιναν κατά το μήκος της τοιχοποιίας και ανά 80-90 εκ. όπως επίσης και πάνω από τα ανοίγματα εξωτερικά ήταν εμφανείς χωρίς προσπάθεια απόκρυψης τους. Το πλάτος των τοίχων είτε για στατικούς λόγους είτε για θερμομονωτικούς ήταν μεγάλο, στους εξωτερικούς τοίχους το πλάτος κυμαίνεται μεταξύ 60- 70 εκ. ενώ για τους εξωτερικούς 50-60 εκ.

Οι στέγες είναι τετράστιχες και εξέχουν λίγο από τον εξωτερικό τοίχο, για λόγους στατικούς, διότι λόγω του βάρους του χιονιού δεν θα άντεχε με μεγαλύτερο πλάτος που συνεπάγεται και μεγαλύτερη ροπή. Οι στέγες όπως σήμερα σώζονται είναι κεραμοσκεπείς αν και πληροφορίες αναφέρουν ότι παλαιότερα ήταν από σχιστόπλακες οι οποίες ως γνωστό έχουν μικρότερη πρόσφυση με το χιόνι και ως εκ τούτου το χιόνι γλιστρά πιο εύκολα, αλλά το μεγάλο ίδιο βάρος των πλακών σε συνάρτηση με την επιφόρτιση του χιονιού σε πολλές περιπτώσεις έριχναν τη στέγη γεγονός που ανάγκασε τους κατοίκους να αλλάξουν τις πλάκες με τα ελαφρύτερα αυτά κεραμίδια. Παρ’ όλα αυτά τα προεξέχοντα τμήματα της σκεπής σώζονται ακόμα με λίθινες πλάκες.

Ανοίγματα λόγω του ψύχους δεν υπήρχαν πολλά , συνήθως ανοίγονται στις ανατολικομεσημβρινές μεγάλες πλευρές (με εξαίρεση αυτά που «κοιτούσαν» στο βορρά). Τα ανοίγματα είχαν άνοιγμα γύρω στα 80 εκ. και απείχαν από το πάτωμα γύρω στα 40εκ. , το κούφωμα του παραθύρου έμπαινε κεντρικά του ανοίγματος. Οι πλευρές δε του ανοίγματος έπαιρναν τέτοια κλίση, ώστε να έχουμε διαπλάτυνση προς το εσωτερικό, αυτό βοηθούσε στην καλύτερη διάχυση του φωτός όπως και στην καλύτερη θέση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Το εξωτερικό περβάζι προέκυπτε από μια διαμόρφωση της λιθοδομής ενώ στο εσωτερικό τοποθετούσαν ξύλινο περβάζι . τα ανοίγματα γίνονταν στο ύψος ανάμεσα από δυο ξυλοδεσιές. Παντζούρια σε οποιαδήποτε μορφή λείπουν τελείως, στη θέση αυτών έχουμε περίτεχνα μεταλλικά κιγκλιδώματα για προστατευτικούς μάλλον λόγους. Οι απολήξεις των ανοιγμάτων είναι είτε τοξωτές, είτε οριζόντιες, με ξύλινα καδρόνια.

Τα πατώματα, πλην του ισογείου, είναι ξύλινα. Τα πατώματα του ισογείου είναι από λίθινες πλάκες, χαρακτηριστικό είναι ότι έβαφαν τους αρμούς και κάποιο πλάτος που συνοδεύει αυτούς γαλάζιο ως λουλακί ενώ το υπόλοιπο κεντρικό μέρος της πλάκας το έβαφαν λευκό. Αυτό γινόταν προς εκτόνωση των πατριωτικών συναισθημάτων των κατοίκων που ασφυκτιούσαν αισθανόμενοι την τουρκική κατοχή.

Άξιο προσοχής είναι ο σοφός προσανατολισμός της κατοικίας ο πιο μεγάλος άξονας του μετώπου βλέπει είτε στο νότο είτε στην ανατολή για να είναι ευήλιο το κτίριο. Αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη τζακιού στα δωμάτια εκατέρωθεν της σκάλας ή εκατέρωθεν του ισογείου. Τα τζάκια τα συναντούμε σε όλα τα σπίτια συνήθως δυο, στο νότο ή στην ανατολή. Χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα των τζακιών σε όλες τις κατοικίες, εξέχουν λίγα εκατοστά από τον τοίχο και είναι αβαθή. Η ύπαρξη τους κρίνεται απαραίτητη εξαιτίας του ψύχους που επικρατεί τους περισσότερους μήνες του χειμώνα. Για τον ίδιο λόγο οι εξωτερικοί τοίχοι γίνονταν παχύς το δε ύψος των ορόφων ήταν χαμηλό.

Οι αυλές ήταν στο νότο ή στην ανατολή και τις χαρακτήρίζε η ύπαρξη ισχυρού φράχτη. (ο λίθινος ψηλός φράχτης στην κατοικία Ιωαννίδη είναι μεταγενέστερη προσθήκη).

Τα σπίτια διέθεταν στο εξωτερικό το πρόχειρο μαγειρείο όπου έψηναν τις πίτες ή υπήρχε και ο φούρνος, όχι όμως σε όλα. Επίσης στο εξωτερικό μέρος υπήρχε τουαλέτα και στάβλος, που ήταν ανεξάρτητα κτίσματα.

Μπαίνοντας στην είσοδο συναντούμε το αχούρι, που ήταν ο προθάλαμος του σπιτιού, εκατέρωθεν Δε αυτού υπνοδωμάτια (σε περιπτώσεις διώροφων κατοικιών). Όταν πρόκειται για χάνια συναντούμε στη μια πλευρά του ισογείου αποθήκη και εξωτερικά το στάβλο. Στο αχούρι υπάρχει σκάλα ξύλινη με παρμάκια (κάγκελα) που μας οδηγεί στον άνω όροφο. Η σκάλα οδηγεί στη σάλα, ένα μεγάλο χώρο σε όλες σχεδόν τις κατοικίες, που από τη μια πλευρά του υπήρχε το καλό δωμάτιο με τα ξύλινα μεντέρια (κύριο χαρακτηριστικό κάθε κατοικίας). Το καλό δωμάτιο το χρησιμοποιούσαν για τις ονομαστικές γιορτές τους, γάμους, αρραβώνες ή θανάτους. Τα μεντέρια ήταν συνεχόμενοι ξύλινοι πάγκοι που εφάπτονταν στους στοίχους. Τοποθετούσαν στενόμακρα μαξιλάρια γύρω-γύρω και τα κάλυπταν με γύρους, όπως ονομάζονταν το άσπρο ύφασμα το κεντημένο με ασπροκέντημα.

Στα υπνοδωμάτια συναντούμε τις μεσάντρες, ξύλινες ντουλάπες που εφάπτονται στον τοίχο και καταλάμβαναν όλο το πλάτος και όλο το ύψος του τοίχου. Υπάρχουν ακόμη στα δωμάτια εντοιχισμένες ντουλάπες με μονό φύλλο.

Τα σπίτια ήταν βαμμένα στο εσωτερικό με υδρόχρωμα γαλάζιου, λευκού, βεραμάν και στο άνω διάζωμα των εσωτερικών τοίχων υπήρχαν διακοσμητικές ζώνες με μαίανδρους, μαργαρίτες, φύλλα. Επίσης υπήρχαν αρχοντικά που είχαν ντουλάπια ξυλόγλυπτα (Ναούμ, Τσομπάνου, Γ.Κίτσα, Γκέρκα Μιχαήλ, Τζώτζη, Γρηγ. Χάσου και πολλά άλλα).

Στον πρώτο όροφο είχαν το κουζινάκι, (την χιμεντζέκα) δίπλα στο δωμάτιο. Τα δωμάτια είχαν γερή ασφάλεια και οι πόρτες έκλειναν με το λοστούρ, ένα ξύλο που έμπαινε σε μια υποδοχή του τοίχου και δεν άνοιγε εύκολα. Την ίδια ασφάλεια είχε και η εξώπορτα. Τα τζάκια υπήρχαν στα δωμάτια του πρώτου ορόφου. Ήταν η ιερή γωνιά της οικογένειας. Κοντά στο τζάκι μαζεύονταν και αποφάσιζαν για όλα τους τα θέματα, κοντά στο τζάκι περνούσαν τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα πλέκοντας. Εκεί άκουγαν από το στόμα του παππού τα παραμύθια.

Στην άκρη του δωματίου ήταν στημένος ο αργαλειός όπου ύφαιναν για τις ανάγκες του σπιτιού και τα προικιά της κόρης. Τραπέζια δεν υπήρχαν. Έτρωγαν όλοι μαζί καθισμένοι σταυροπόδι πάνω στα υφαντά μαξιλάρια στο σοφρά. Στα νεότερα χρόνια έβλεπε κανείς τραπέζι στο δωμάτιο της υποδοχής με τα μεντέρια. Σον επάνω όροφο υπήρχαν δυο δωμάτια και σάλα. Πάνω στο τραπέζι στο καλό δωμάτιο, όπως το αποκαλούσαν τοποθετούσαν διάφορες φωτογραφίες. Το σπίτι το έστρωναν με υφαντά πολύχρωμα κιλίμια που τα ύφαιναν μόνες τους οι γυναίκες στον αργαλειό, βάφοντας το μαλλί με διάφορα χόρτα. Λάμπες κρέμονταν στην οροφή του κάθε δωματίου και οι τοίχοι καλύπτονταν με κεντητούς πίνακες, σε χοντρή ιταμίνα με αναπαραστάσεις λουλουδιών, σχέδια Παναγίας, Σταυρού κ. α. θρησκευτικά θέματα.

Σε όλα τα σωμάτια σχεδόν είχαν εντοιχισμένες ντουλάπες (σιργιάνε) όπου τοποθετούσαν όλα τα είδη ρουχισμού, σκεπάσματα, βελέντζες κλπ.

Είχαν πολλά σκεύη για την καθημερινή του ζωή που τώρα δεν χρησιμοποιούνται όπως:

Αργαλειός, Τσικρίκι, κτένι, αδράχτι, (λισκιτόρου – ανεμώνη) για το μάζεμα του μαλλιού. Σοφράς , σίνι (μεγάλο ταψί με σχέδια), μαγγάλι ιδιόρρυθμο, σίδερο με κα΄ρβουνα, λεκάνη με μπρίκι, πιθάρια, μύλος για καφέ, μπουτίνου για το ξινόγαλο, ειδική σανίδα με χωρίσματα, φτυάρι φουρνίσματος, πέτρινο πιθάρι και λοστός για στούμπισμα του σιταριού, ξύλινος κόπανος για το κτύπημα κουβερτών, μαλλιού ειδική ξύλινη σκάφη για το ζύμωμα, γάστρα (γάστουρ) για ψήσιμο πίτας.

Κάθε σπίτι είχε αυλόγυρο, όπου είχαν αποθήκη για τα χόρτα και στάβλους για το ζώα. Διέτρεφαν όλοι ανεξαιρέτως αγελάδες, κότες και άλογα. Επίσης είχαν πρόχειρη αποθήκη για το χόρτο. Σε μια γωνιά του πρόχειρου μαγειρείου της αυλής υπήρχε ο φούρνους για το ψήσιμο του ψωμιού. Ήταν φτιαγμένος με πλάκες σε αρκετό βάθος να χωράει δεκαπέντε ψωμιά, κυκλικός και με σιδερένιο κάλυμμα για να μη φεύγει η ζέστη όταν ψήνονταν το ψωμί. Δεν έλειπε ο κήπος με τα λουλούδια, οι τριανταφυλλιές και οι πασχαλιές. Γλάστρες με αηδημητριάτικα χρυσάνθεμα στόλιζαν τα μπαλκόνια και τα παράθυρα. Καθαριότητα και αρχοντιά κυριαρχούσε σε όλα τα σπίτια πλούσια ή φτωχά.

Πως χρησιμοποιούσαν το φούρνο:

Άναβαν φωτιά με ξηρά ξύλα, γέμιζαν το φούρνο με ξύλα κι αφού πύρωνε, χρειάζονταν περίπου δυο ώρες, με μια μεγάλη τσιμπίδα τραβούσαν μπροστά σε μια άκρη τα κάρβουνα ή τα μάζευαν σε μαγκάλι κι έπειτα με μια βούρτσα από κουρέλια που τη βουτούσαν σ’ ένα κουβά νερό καθάριζαν το φούρνο από τα κάρβουνα που είχαν απομείνει και φούρνιζαν το ψωμί. Το έκλειναν πολύ προσεκτικά με μια σιδερένια πορτούλα. Για το φούρνισμα του ψωμιού χρησιμοποιούσαν ένα ξύλινο φτυάρι (λουπάτα). Το ψωμί το εναπέθεταν σε μια ξύλινη ειδική τάβλα με χωρίσματα και το σκέπαζαν με κατακάθαρο ειδικό ολόασπρο τραπεζομάντιλο, ή ριγωτό. Το ψωμί ήτανε πολύ νόστιμο και θρεπτικό. Ψήνονταν γύρω στα 45 λεπτά.

Μερικά από τα αρχοντικά του χωριού, που σώζονται σήμερα είναι:

α. Αρχοντικό Κων/νου Δάφα: στο εσωτερικό πέρα των διακοσμητικών ζωνών υπήρχαν και κυκλικές τοιχογραφίες στο μέσο των τοίχων με βουκολικές παραστάσεις. Σήμερα έχει μετατραπεί σε ξενώνα.

β. Αρχοντικό του Δημητρίου και Ναούμ Ιωαννίδη. πλατυμέτωπη κατοικία με μορφολογικά νεοκλασικά στοιχεία (Νεοκλασικό)

στο ισόγειο υπάρχει στο κέντρο το αχούρι και εκατέρωθεν τέσσερα δωμάτια με τζάκια. Η σύνδεση με τον άνω όροφο γίνεται με ξύλινη σκάλα που οδηγεί σε μια τεράστια σάλα εκατέρωθεν της οποίας υπάρχουν άλλα τέσσερα δωμάτια.

γ. Αρχοντικό Τσάμη : εντυπωσιακό τριώροφο. Η σημερινή ιδιοκτήτρια, λαογράφος Αντ. Τσάμη το έχει μετατρέψει σε ιδιωτικό μουσείο.