[sG_thumbsSolo id=27]
Η οικονομική κατάσταση των Πισοδεριτών όπως μαρτυρείτε από τα αρχοντικά που διασώζονται μέχρι σήμερα πρέπει να ήταν ανθηρή. Στα παλιά χρόνια οι κάτοικοι όπως αναφέρει και ο Κασομούλης στα «Ενθυμήματα» του ήταν στρατιωτικοί μισθωτοί υπό την εξουσία των Αλβανών μπέηδων ή δερβεντζήδες (αναφέρεται σε προηγούμενο κεφάλαιο) ή ξενοδόχοι ή τσελέπηδες (ενοικιαστές φόρων) ή χατζήδες. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν κατεξοχήν με το εμπόριο και πιο συγκεκριμένα είχαν χάνια και πανδοχεία. Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν χάνια στα χωριά της Αλβανίας και των Πρεσπών, ακόμη και στα νεότερα χρόνια. Συνήθως τα χάνια αυτά στο ισόγειο λειτουργούσαν και ως παντοπωλεία.
Τέσσερα χάνια υπήρχαν στο Πισοδέρι, εκ των οποίων ένα σώζεται ως τις μέρες μας, είανι το αρχοντικό του Κων/νου Δάφα με τις κυκλικές τοιχογραφίες.
Επειδή το χωριό είναι ορεινό, δεν υπήρχε αγροτική καλλιέργεια παρά μόνο λιβάδια τα οποία καλλιεργούσαν και κάθε σπίτι είχε οικιακά ζώα. Κτηνοτρόφοι Πισοδερίτες δεν υπήρχαν. Αρκετοί όμως μέχρι το 1930 ασχολούνταν με το ζωεμπόριο. Αγόραζαν την άνοιξη ζώα τα κρατούσαν το καλοκαίρι και για τις δικές τους εργασίες και τα μεταποιούσαν το φθινόπωρο. Ο βοσκότοπος που έχει αρκετή έκταση νοικιάζονταν σε νομαδοκτηνοτρόφους στα παλιά χρόνια και μετέπειτα στους Σαρακατσαναίους που έρχονταν από την περιοχή της Λάρισας.
Στο Πισοδέρι υπήρχαν και τρεις νερόμυλοι πιθανότατα για τις ανάγκες του χωριού που κάποτε αριθμούσε 1000 σπίτια.
Τα μαγαζιά και τα επαγγέλματα που υπήρχαν στο Πισοδέρι είναι τα εξής:
α) Παντοπωλεία που υπήρχαν μέσα στο χωριό στα παλιά χρόνια ήταν : το παντοπωλείο του Μάκια Λιάου κοντά στο παντοπωλείο – χάνι του Κώτσα Δάφα. Στο χάνι του Κώτσα Δάφα υπήρχαν υπνοδωμάτια, καθώς κι έξω από αυτό στάβλος για τα’ άλογα. Έτσι κάθε Παρασκευή έρχονταν από την Πρέσπα ψαράδες με ψάρια που τα μετέφεραν στην αγορά την Φλώρινας. Απέναντι από το παντοπωλείο του Λιάου χωμένο μέσα στις κορομηλιές ήταν το παντοπωλείο του Αναστάση Πέρτση.
β) Χάνι όπου έβρισκε κανείς και φαγητό είχε ο Μήτας Χάσος στην (Κάλεα – μάρεα) που το νοίκιαζε από την εκκλησία.
Πανδοχείο είχε και ο Νάκος Χάσος. Στα παλιά χρόνια ο Τάσκος Καραπάντσης ήταν τσαγκάρης. Παντοπωλείο και κρεοπωλείο συγχρόνως είχε ο Βαγγέλης Δάφας, κοντά στην Μοδέστειο σχολή όπου είναι και το σπίτι του. Επίσης στο Κόντρου, κοντά στη Μοδέστειο Σχολή υπήρχε το σπίτι του Ανδρέα Παλούτσα και στο ισόγειο του σπιτιού υπήρχε παντοπωλείο. Σε νεότερα ακόμη χρόνια, στο σπίτι των Χασέων υπήρχε ένα είδος καφενείου που το είχε ο Τέμος Χάσος μέχρι το 1980. Στον αμαξιτό δρόμο πηγαίνοντας για το Ανταρτικό απέναντι από τη βρύση ήταν το σπίτι των αδελφών Φίσκα Γιώργου και Ανδρέα. Για πολλά χρόνια το σπίτι λειτουργούσε σαν ξενοδοχείο και το ισόγειο καφενείο, το διατηρούσε ο Γιώργος.
γ) Ράφτες του χωριού ήταν οι εξής: Κοσμάς Τσιάμης, Θωμάς Τσιρόγκος, Βασίλης Ρούφος, Σπύρος Χάσος, Τάσκος Σίσκος, Τσομπάνος Ναούμ, Κόκος Νάτσης και Λιάκος Μενέλαος.
δ) Πρακτικός οδοντίατρος που έβγαζε τα πονεμένα δόντια με ντανάλια (χωρίς απολυμάνσεις κλπ.) ήταν ο Ούντσιας Παπαστεργίου.
ε) Από το 1880 και μετέπειτα άρχισαν να ξενιτεύονται και να σπουδάζουν. Το Πισοδέρι ανέδειξε πάρα πολλούς επιστήμονες. Στο βιβλίο ‘Λεύκωμα Εκπ/κων Φλώρινας 1945 – 47’ αναφέρεται ως εκείνη την περίοδο: 60% των κατοίκων του χωριού είναι υλοτόμοι και αγωγιάτες, 12% διανοούμενοι ή υπάλληλοι, 10% ελεύθεροι επαγγελματίες, 5% έμποροι, 1,5 % τεχνίτες και 1% κτηνοτρόφοι.